-
1 ἐπι-φορά
ἐπι-φορά, ἡ, 1) das Dazubringen, Hinzutragen, τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν Plat. Crat. 430 d; ὀνομάτων, das Beilegen der Namen, Legg. XII, 944 b, vgl. Crat. 430 d; – die Zugabe, zum Solde, Zulage, Thuc. 6, 31; D. Sic. 17, 94; αἱ ἔξωθεν ἐπιφοραίD. Cass. 47, 17; vgl. Poll. 3, 94; die Zufuhr, Pol. 5, 90, 4; von Speisen, das Aufgetragene, od. der Nachtisch, Damox. bei Ath. III, 103 a (vgl. ἐπιφόρημα); – das den Todten zum Geschenk, Opfer Dargebrachte, Plut. Num. 22 (vgl. ἐπιφέρω). – 2) das Herankommen, Andringen, der Andrang, ἀνέμων Theophr.; ὄμβρων, χειμῶνος, auch δακρύων, Pol. 4, 41, 7. 5, 51. 15, 26, 3; ῥευμάτων Plut. Arist. 6; a. Sp.; Anfall, Angriff, Pol. 6, 55, 2 u. oft. – Daher auch Anklage, Rhett., bei denen es auch die kraftvolle Wiederholung eines oder mehrerer Wörter bedeutet, ῥεύματος, von Feuchtigkeit aus irgend einem Theile des Körpers, Medic. – 3) der Schluß in der Logik, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 136; D. L.
-
2 ἀπο-στροφή
ἀπο-στροφή, ἡ, 1) das Abwenden, Xen. Equ. 9, 6; ῥεύματος ἐπί τι Plut. Lucull. 27; τύχης Aesch. Prom. 771. – 2) das Sich abwenden, dah. Flucht, Plut. Alc. 14 τινός; Zufluchtsort, Zuflucht, οὐκέτ' ἔστι Soph. O. C. 1471; vgl. Xen. Cyr. 5, 2, 23 An. 2, 4, 22 u. öfter; c. gen., ὕδατος, Ausweg, Wasser zu bekommen, Her. 8, 109; σωτηρίας, Aussicht auf Rettung, Thuc. 8, 75; οὐδεμιᾶς ἔτ' ἐνούσης τοῠ μὴ ὑμᾶς ἔχειν τὰ χρήματα Dem. 24, 9; – βίου, Lebensrettung, Luc. D. Mer. 6. – 3) Bei den Rhetoren die Figur, daß man eine Person anredet, s. Quinctil. 9, 2, 38.
-
3 αποστροφη
ἥ1) поворот, поворачивание(αἱ πυκναὴ ἀποστροφαί, sc. τῶν ἵππων Xen.)
2) отведение(ῥεύματος ἐπί τι Plut.)
3) предотвращение, избавление(τύχης Aesch.; κακῶν Soph.)
4) способ, средство(σωτηρίας Thuc.)
ὕδατος ἀ. Her. — способ достать воду5) прибежище, спасение(οὐκέτ΄ ἔστι ἀ. Soph.; ἑτέραν οὐκ ἔχειν ἀποστροφήν Plut.; βίου Luc.)
6) отпадение, отделение7) отвлечение(ἀπόψεις καὴ ἀποστροφαί Plut.)
8) рит. апострофа ( личное обращение) Quint.9) грам. апострофа ( опущение конечной гласной) -
4 ἐπιφορά
ἐπι-φορά, ἡ, (1) das Dazubringen, Hinzutragen; ὀνομάτων, das Beilegen der Namen; die Zugabe, zum Solde; die Zufuhr; von Speisen: das Aufgetragene, od. der Nachtisch; das den Toten zum Geschenk, Opfer Dargebrachte. (2) das Herankommen, Andringen, der Andrang; Anfall, Angriff. Daher auch: Anklage, Rhett., bei denen es auch die kraftvolle Wiederholung eines oder mehrerer Wörter bedeutet; ῥεύματος, von Feuchtigkeit aus irgend einem Teile des Körpers. (3) der Schluß in der Logik -
5 πλῆθος
πλῆθος, εος, τό, [dialect] Dor. and Arc. [full] πλῆθος Schwyzer 84.8, al. (Argive, found in Crete, v B.C.), IG5(2).6.20 (Tegea, iv B.C.), etc.; [dialect] Boeot. [full] πλεῖθος ib.7.3171.46 (Orchom. [dialect] Boeot.); pseudo-[dialect] Dor. and pseudo-[dialect] Aeol. [full] πλᾶθος GDI5176.21 ([place name] Crete), IGRom.4.1302.18 (Cyme, i B.C./ i A.D.), Hippod. ap. Stob.4.1.93: (πλήθω,A v. πίμπλημι):—great number, multitude, esp. of people, Il.17.330, Hdt.7.49, etc.; στρατοῦ π., periphr. for στρατὸς πολύς, Id.9.73; ὡς πλήθει for the mass of men, Pl.R. 389d.2 τὸ π. the greater number, the mass, main body,τὸ π. τοῦ στρατοῦ Hdt.1.82
, cf. 5.92; τὸ π. τῆς ψυχῆς the largest part of.., Pl.Lg. 689a: as Noun of Multitude with pl. Verb,Ἀθηναίων τὸ π. οἴονται Th.1.20
; τὸ π. ἐψηφίσαντο πολεμεῖν the majority, ib. 125, cf. X.Cyr.2.4.20; τῷ π. by a majority, Berl.Sitzb.1927.8 ([dialect] Locr., v B.C.): hence, people, population,σμικρὸν τὸ π. τῆσδε γῆς E.Ph. 715
.b the commons, Th. 1.9, etc.;ἡ τοῦ π. ἀρχή, δημοκρατία τοὔνομα κληθεῖσα Pl.Plt. 291d
;ἐς τὸ π. φέρειν τὸ κράτος Hdt.3.81
: freq. of the popular assembly, τὸ ὑμέτερον π., τὸ π. τὸ ὑμέτερον, Lys.12.42, Pl.Ap. 31c; Ἐρυθραίων τῷ π., Ἀθηναίων τοῦ π., IG12.10.21, 22; = Lat. plebs, Plb.6.15.11, D.S.12.25, D.H.4.71; also, association, corporation, or guild,τὸ π. τὸ Ἁλιαδᾶν IG 12(1).155.6
, 156.5 ([place name] Rhodes);τὸ τῶν Πανιαστῶν π. IGRom.4.1680
(Pergam.);τὸ π. τῶν ἱερέων OGI56.24
(Canopus, iii B.C.);π. τῶν ἁλιέων PSI5.498.2
(iii B.C.);τὸ π. τῶν μαχαιροφόρων OGI737
(Memphis, ii B.C.); opp. αἱ ἀρχαί, οἱ ὀλίγοι, Th.5.84; but also, populace, mob, opp. δῆμος (commons), X.Ath.2.18, App.BC1.10: also in pl., πείθειν τὰ π. the masses, Pl.Grg. 452e, cf. Sph. 268b;ὃ πᾶσι.. σωτήριον, μάλιστα δὲ τοῖς π. πρὸς τοὺς τυράννους D.6.24
;φιλόσοφον.. π. ἀδύνατον εἶναι Pl.R. 494a
.II quantity or number,πόσον π. ἦν νεῶν Ἑλληνίδων; A.Pers. 334
;τῆς σῆς δυνάμεως τί φῂς π. εἶναι; X.Cyr.2.1.6
;ὅμιλος πλήθει φοβερώτατος Th.2.98
;ἰσχύϊ καὶ πλήθει προέχων Id.3.74
;τῷ π. αὐτῶν καταπλαγέντες Id.4.10
;πλήθεϊ πολλοί Hdt.3.11
, cf. 6.44;σὺν πλήθει χερῶν S.OT 123
; in force,Th.
8.22: abs. in acc.,κόσοι πλῆθος Hdt.1.153
;πόσοι τὸ π.; Diph.17.1
;ἐρέται.. π. ἀνάριθμοι A.Pers.40
(anap.);π. ὡς δισχίλιοι X.An.4.2.2
;ἄπειρα τὸ π. Id.Mem.1.1.14
;ἄπειρα καὶ π. καὶ σμικρότητα Anaxag.1
;π. τι πάμπολυ φθειρῶν IG42(1).122.45
, cf. 32 (Epid., iv B.C.).III magnitude, size, or extent, [ὄρος] πλήθεϊ μέγιστον καὶ μεγάθεϊ ὑψηλότατον Hdt.1.203
; πεδίον πλῆθος ἄπειρον ib. 204;ἡ ἐρῆμος.. ἐοῦσα πλῆθος ἑπτὰ ἡμερέων ὁδοῦ Id.4.123
;π. χώρας καὶ ἀνθρώπων X.An.1.5.9
.2 in [dialect] Att., of quantity or amount,διὰ π. τῆς ζημίας Th.3.70
;χρημάτων π. Id.1.9
;διὰ πλῆθος οὐσίας Pl.R. 591e
, cf. Arist.Pol. 1279a19; ; multa sudans,Id.
Ti. 84e;τὸ π. τοῦ ῥεύματος Plb.1.75.5
; τὸ παρακείμενον π. the amount entered against each, Ostr.Bodl. i 252 (ii B.C.); of money,τὸ ἴσον π. TAM2.526
([place name] Pinara): in pl., quantities,ἐμβρύων Cratin.326
;θαυμαστὸν ὅσ' ἐστ' ἀγαθῶν π. Mnesim.4.51
(anap.);οἰκοδομημάτων πλήθεσι ἢ μεγέθεσι D.C.52.30
, cf. 10.4 plurality, opp. ἕν, Dam.Pr.45.IV of Time, length,χρόνου Th.1.1
, Pl.Tht. 158d, Isoc.12.180;π. ἐτῶν Ar.Nu. 855
;πλήθει πολλῶν μηνῶν S.Ph. 722
(lyr.).V with Preps., or Advbs.,ἐς π.
in great numbers,Th.
1.14; κατὰ πλῆθος a large number at a time, IG12.6.112;ὡς ἐπὶ τὸ π.
usually, mostly,Pl.
Phdr. 275b;ὡς ἐπὶ τὸ π. εἰπεῖν Arist.GA 786a35
;κατὰ π. D.H.6.67
. -
6 σταθμεύω
A have or take up quarters, BGU1006.14 (iii B.C.), App.Mith.20;ἐπὶ τοῦ ῥεύματος Anon.
ap. Suid.;ἐπὶ λίμνῃ App.Pun.99
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταθμεύω
-
7 πλῆθος
πλῆθος, τό, die Fülle, Menge, der Haufen, bes. Menschenmenge, Volksmenge; Il. 17, 330. 23, 639; Pind. Ol. 13, 43; πλῆϑος ἀνάριϑμοι, Aesch. Pers. 40; πλήϑει καταυχήσας νεῶν, 344; κακῶν, 421; οὐ μιᾷ ῥώμῃ κτανεῖν νιν, ἀλλὰ σὺν πλήϑει χερῶν, Soph. O. R. 123, vgl. 541; auch πόνου, Ai. 863; Eur. στρατοῦ πλῆϑος, Rhes. 309; σμικρὸν τὸ πλῆϑος τῆςδε γῆς, Phoen. 722; u. in Prosa: Her. 1, 77. 2, 96; Anzahl, 6, 44. 7, 211; auch die Mehrzahl, der größte Theil, 7, 89; u., wie οἱ πολλοί, der große Hause, das Volk, bes. in der Demokratie, die Volksherrschaft, Volkspartei, 3, 81; Thuc. 5, 84 u. oft; τὸ πλῆϑος καταλυϑήσεται, Lys. 13, 16, was häufiger δῆμος ist; ἐὰν τὸ πλῆϑος ἄρχῃ, Plat. Polit. 292 a, vgl. Legg. III, 689 b, ὅπερ δῆμός τε καὶ πλῆϑος πόλεώς ἐστιν; er sagt auch χορὸς οὐχ εἷς, ἀλλὰ πλῆϑος χορῶν ἥκει, VII, 800 c; übh. Menge, χρυσοῦ, Phaedr. 279 c; μετὰ πλήϑους ἱδρῶτος, mit vielem Schweiße, Tim. 84 e; vgl. στρατοῦ πλῆϑος, ein großes Heer, Her. 9, 73; πλοῖα πλήϑεϊ πολλά, Her., u. so von der Ausdehnung im Raume, Größe, Geräumigkeit, oft Her., ὄρος πλήϑεϊ μέγιστον, πεδίον πλῆϑος ἄπειρον, 1, 203. 204. 4, 123; διὰ πλῆϑος οὐσίας ἢ δι' ὀλιγότητα, Plat. Rep. IX, 591 e; u. oft auch von der Zeit, πλήϑει χρόνου καὶ ὀλιγότητι, Theaet. 158 d, vgl. 269 b (Thuc. 1, 1); ὡς πλήϑει, im Ganzen, überhaupt, Rep. III, 389 d; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆϑος, gewöhnlicherweise, meistentheils, Phaedr. 275 b. – Ueberall bei Sp., auch von andern Dingen, τὸ πλῆϑος τοῦ ῥεύματος, Pol. 1, 75, 5.
-
8 καταρρήγνυμι
A : late [tense] pf.κατέρρηχα Arch.Pap.2.125b10
(ii A. D.):— break down,τὴν γέφυραν Hdt.4.201
;μέλαθρα E.
l.c.2 tear in pieces, rend,κατερρήγνυε.. τὰ ἱμάτια D. 21.63
;τὸ διάδημα D.S.19.34
;τὴν ἐσθῆτα Luc.Pisc.36
:—[voice] Med., κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας they rent their coats, Hdt.8.99, cf. X.Cyr.3.1.13, etc.3 metaph., τροπὰς καταρρήγνυσι[ ἡ ἀναρχία] breaks up armies and turns them to flight, S.Ant. 675.II [voice] Pass., esp. in [tense] aor. κατερράγην[pron. full] [ᾰ], with [tense] pf. [voice] Act. κατέρρωγα:— to be broken down,κρημνοὶ καταρρηγνύμενοι Hdt.7.23
; καταρρήγνυσθαι ἐπὶ γῆν to be thrown down and broken, Id.3.111;τὸ οἴκημα κατερράγη Th.4.115
;ἄκρας κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλασσαν Str.5.2.6
.2 fall, rush down, of storms, waterfalls, etc., Hp.Aër.8; break or burst out,Χειμὼν κατερράγη Hdt. 1.87
;ὄμβροι καταρραγέντες Arist.Mu. 400a26
; of tears,ἐξ ὀμμάτων πηγαὶ κατερρώγασι E.Alc. 1068
: c. gen.,τοῦ ῥεύματος -ρρηγνυμένου τῶν ὀρῶν Philostr.VA6.23
(also intr. in [voice] Act., of a river,- ρρηγνὺς ἐς τὴν θάλατταν 3.52
); of wind, Plu.Fab.16: metaph.,ὁ πόλεμος κατερράγη Ar.Eq. 644
, cf. Ach. 528;γέλως Ph.2.528
;κρότος Plb.18.46.9
(but );βροντή Luc.VH2.35
.3 to be broken in pieces, Αἴγυπτος μελάγγαιός τε καὶ καταρρηγνυμένη with comminuted, crumbling soil, Hdt.2.12;γῆ κατερρωγυῖα Arist.HA 556a5
; to be ruinous,ὅσα κατέρρωγεν τοῦ τείχους IG22.463.75
.4 Medic., have a violent discharge, suffer from diarrhoea,καταρρήγνυται ἡ κοιλίη Hp.VM10
, cf.καταρράσσω 11
; of persons,κατερρήγνυντο τὰς γαστέρας App.Hisp.54
;ἢν μὴ φῦσαι -ρραγέωσιν Hp.Aph.4.73
.b of menstruation, τοῖς θήλεσιν.. τὰ καταμήνια κ. Arist.HA 581b1.5 of tumours, break, burst, Hp.Coac. 613, Epid. 6.8.18, al.6 of parts of the body, fall in, collapse, οἵ τε μαζοὶ καὶ τὰ ἄλλα μέλεα κ. Id.Nat.Puer.30, cf. Mul.1.1; κατερρωγότα τὰ στέρνα [ ἔχων] flat-chested, Jul.Or.6.198a; of the lips or tongue, to be fissured, Antyll. ap. Orib.10.27.13, Aët.5.118.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρήγνυμι
-
9 κατέρχομαι
Aκατελεύσομαι Od.1.303
, Hdt.5.125, Arr.An.6.12.3 (but in good [dialect] Att. κάτειμι, as also κατῄειν is always used for the [tense] impf.): [tense] aor. κατήλῠθον or κατῆλθον, inf. κατελθεῖν; [dialect] Dor. subj.κατένθῃ Berl.Sitzb.1927.165
([place name] Cyrene); Arc. part. κατενθών, [tense] pf. part. κατηνθηκώς, v. καθέρπω 11: [tense] pf.κατελήλυθα SIG675.24
(ii B.C.):— go down,Οὐλύμποιο κατήλθομεν Il.20.125
, etc.;τιν' ἀθανάτων ἐξ οὐρανοῦ ἀστερόεντος.. κατελθέμεν 6.109
; go down to the grave, κ. Ἄϊδος εἴσω, Ἄϊδόσδε, ib. 284, 7.330; , etc.: rarely c. acc., τίς.. σκότου πύλας ἔτλη κατελθεῖν; Ar.Fr.149.2 (parod.); from high land to the coast,ἐπὶ νῆα θοὴν κατελεύσομαι Od.1.303
; from country to town, 11.188; down the Nile, (iii B.C.), etc.2 of things, κατερχομένης ὑπὸ πέτρης by the descending rock, Od.9.484, 541; of a river, κατέρχεται ὁ Νεῖλος πληθύων comes down in flood, Hdt.2.19; .3 κ. εἰς τὸν ἀγῶνα, Lat. descendere in certamen, S.E.M.7.324.4 c. acc., come to a place,ὑμέτερον δῶ Od.24.115
;ἀφθονία κατελήλυθε τὴν πόλιν Lyd.Mag.3.76
.5 of property, pass to, PRein.42.28 (i/ii A.D.), POxy.1704.5(iii A.D.).II come back, return, esp. come back from exile, Hdt.4.4, al., A.Ag. 1647, Ch.3, Eu. 462, S.OC 601, Ar.Ra. 1165, 1167, Pl.Ap. 21a, OGI90.20 (Rosetta, ii B.C.), etc.;φυγὰς κατελθών S.Ant. 200
;ὃς ἂν κατέλθῃ τήνδε γῆν E.IT39
: in pass. sense, ὑπ' ὀλιγαρχίας κατελθεῖν to be brought back by.., Th.8.68; cf.κάτειμι 11
,καθέρπω 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατέρχομαι
См. также в других словарях:
Κίρχοφ, Γκούσταφ Ρόμπερτ — (Gustav Robert Kirchhoff, Κένιξμπεργκ [σημερινό Καλίνινγκραντ] 1824 – Βερολίνο 1887). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της γενέτειράς του, με τον φυσικό Νόιμαν και τον μαθηματικό Γιάκομπι. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μπιό, Ζαν Μπατίστ — (Jean Baptiste Biot, Παρίσι 1774 – 1862). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μετά τις προ πανεπιστημιακές σπουδές του έγινε υπάλληλος σε μια εμπορική επιχείρηση της Χάβρης και ύστερα πήγε εθελοντής στον στρατό, όπου έμεινε ώς το 1793.… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek